Η ημικρανία είναι μια χρόνια παροξυσμική νευρολογική κατάσταση με κύριο σύμπτωμα έναν έντονο πονοκέφαλο, που, όπως λέει και το όνομά της, συχνά - αλλά όχι πάντα - περιορίζεται στο ένα μισό του κεφαλιού. Οι ημικρανίες συνήθως παρουσιάζουν αυτοπεριοριζόμενη, υποτροπιάζουσα σοβαρή κεφαλαλγία που σχετίζεται με συμπτώματα από το αυτόνομο, όπως ναυτία και εμέτους. Συχνά πριν τον πονοκέφαλο παρουσιάζονται κάποια παροδικά νευρολογικά συμπτώματα, συνήθως στερεότυπα κάθε φορά, αποκαλούμενα "ημικρανική αύρα", τα οποία με σειρά συχνότητας μπορεί να είναι οπτικά, αισθητικά, διαταραχή του λόγου, ίλιγγος και σπανιότερα κινητικά. Διαρκούν συνήθως 15-30 λεπτά, και μετά την αποδρομή τους έχουμε την έλευση του πονοκεφάλου.
Ο πονοκέφαλος της ημικρανίας είναι σφοδρός, συνοδεύεται με ναυτία ή και εμέτους, ευαισθησία στο φώς και τους ήχους, κόπωση και νευρικότητα. Μπορεί να είναι αμφοτερόπλευρος αλλά κατά κανόνα προσβάλλει το μισό της κεφαλής. Οδηγεί τους ασθενείς να σταματήσουν την όποια δραστηριότητά του και να αναζητήσουν ένα ήρεμο σκοτεινό χώρο οπού θα ξεκουραστούν.
Σε όλο τον κόσμο, οι ημικρανίες επηρεάζουν σχεδόν το 15% του πληθυσμού, ή περίπου ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους. Η ηλικία εμφάνισης της ημικρανίας κυμαίνεται μεταξύ 15 και 24 ετών και οι ημικρανικές κρίσεις είναι πιο συχνές και πιο έντονες σε άτομα ηλικίας μεταξύ των 35 και 45 ετών.
Η διάγνωση της ημικρανίας είναι κλινική, βασίζεται δηλαδή στο ιστορικό και στα συμπτώματα του ασθενούς. Δεν υπάρχει κάποια εργαστηριακή εξέταση που να είναι διαγνωστική για την ημικρανία, αν και ενδεχομένως να χρειαστούν κάποιες εξετάσεις για να αποκλειστούν άλλες παθολογικές οντότητες.
Η θεραπεία της ημικρανίας χωρίζεται σε συμπτωματικά φάρμακα που χορηγούνται πάνω στην ημικρανική κρίση και αντιμετωπίζουν άμεσα και αποτελεσματικά τον πόνο, και σε προληπτικά φάρμακα, που μπορεί να εξαλείψουν τις ημικρανικές κρίσεις ή αν δεν το καταφέρουν πλήρως, σίγουρα θα μειώσουν την συχνότητα και την δριμύτητα των κρίσεων.